- παῤῥησιαστής
- παῤ-ῥησιαστής, ὁ, der freimütig Sprechende
Wörterbuch altgriechisch-deutsch . 2010.
Wörterbuch altgriechisch-deutsch . 2010.
παρρησιαστής — outspoken person masc nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
παρρησιαστής — ὁ, Α [παρρησιάζομαι] αυτός που μιλά με παρρησία … Dictionary of Greek
παρρησιασταί — παρρησιαστής outspoken person masc nom/voc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
παρρησιαστήν — παρρησιαστής outspoken person masc acc sg (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
παρρησιαστάς — παρρησιαστά̱ς , παρρησιαστής outspoken person masc acc pl παρρησιαστά̱ς , παρρησιαστής outspoken person masc nom sg (epic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ακαιροπαρρησιαστής — ἀκαιροπαρρησιαστής, ο (Μ) αυτός που ελευθεροστομεί σε ακατάλληλες περιστάσεις. [ΕΤΥΜΟΛ. < ἄκαιρος + παρρησιαστής] … Dictionary of Greek
φιλοπαρρησιαστής — οῡ, ὁ, Α αυτός που αγαπά την ειλικρίνεια, φιλαλήθης. [ΕΤΥΜΟΛ. < φιλ(ο) * + παρρησιαστής «αυτός που μιλά με παρρησία» (< παρρησιάζομαι)] … Dictionary of Greek